- μυρίος
- -ία, -ίο και μύριος, -ια, -ο (ΑΜ μυρίος, -ία, -ίον και μύριος, -ία, -ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, -ια, -ο)1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεταικατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει ορισμένο αριθμό, 10. 000, ενώ ως παροξύτονο σημαίνει άπειρο και αόριστο αριθμό, τούτο όμως δεν τηρείται πάντοτε) μύριοι, -ιαι (-ιες), -ιαοι 10. 000, αυτοί που αριθμούνται σε 10. 000 (α. «ἡ κάθοδος τῶν μυρίων» β. «τάλαντα μύρια καὶ τετρακισχίλια», Ηρόδ.)2. συνεκδ. πάρα πολλοί, απειράριθμοι, αναρίθμητοι (α. «έχω μύριες φροντίδες στο μυαλό μου» β. «χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι» γ. «ἔσταν δ' ἐν λειμῶνι... μυρίοι», Ομ. Ιλ.)(νεοελλ.-μσν.)1. πολύ μεγάλος, γιγάντιος2. μτφ. πολύ αξιόλογος, σπουδαίος3. φρ. «μυρία όσα» (και όχι «μύρια όσα») πλείστα όσα, πάρα πολλά4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μύριαπάρα πολύαρχ.1. (για αριθμό, μέγεθος, ποσότητα, χρόνο κ.λπ.) άπειρος, ατελεύτητος, αμέτρητος, τεράστιος (α. «μυρίον χέραδος» — αμέτρητα λιθάρια και άμμος που κατεβάζουν οι χείμαρροι, Ομ. Ιλ.β. «μυρίον πένθος», Ομ. Ιλ.γ. «μυρία κέλευθος» — απέραντος δρόμος, ατέλειωτο ταξίδι, Πίνδ.δ. «μυρίος χαλκός», Πίνδ. ε. «μυρίος χρυσός», Θεόκρ.στ. «μυρίη ὄψις» — άπειρα θεάματα, Ηρόδ.ζ. «μυρία πενία», Πλάτ.η. «μυρία ἐρημία», Πλάτ.θ. «χρόνου μυρίου», Σοφ.)2. (με στρατ. λέξ. σε εν. αριθμ.) α) «ἵππος μυρίη»10. 000 ιππείς, Ηρόδ.β) «ἀσπὶς μυρία»10. 000 οπλίτες, Ξεν.3. (και με άλλες λέξεις) «κατὰ μυρία δεσμήν» — κατά 10. 000 δέματα πάπ.4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Μύριοιη βουλή τών Αρκάδων στη Μεγαλόπολη, που τήν αποτελούσαν 10. 000 μέλη, αντιπρόσωποι όλων τών αρκαδικών πόλεων5. συχνά με επίταση (α. «δμῶες μάλα μυρίοι», Ομ. Οδ.β. «Ἕλληνες πολλάκις μυρίοι», Πλάτ.γ. «μυρίαι μὲν ἐπὶ μυρίαις πόλεις», Πλάτ.)6. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) μυρίον και μυρίαπάρα πολύ, απείρως, ακατάπαυστα, υπέρμετρα (α. «μυρία κλαίειν», Ανθ. Παλ. β. «μυρία ἁμαρτωλός», Εφρ. ο Σύρ.γ. «θαμβῶ σε τὸ μυρίον», Ανθ. Παλ.)7. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) μυρίῳαπείρως, πάρα πολύ, κατά πολύ («μυρίῳ σοφώτεροι», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τόσο τού μυρίοι «άπειροι, αναρίθμητοι» όσο και τού μύριοι «αυτοί που αριθμούνται σε 10. 000» φαίνεται ότι είναι ελληνική δημιουργία, αφού δεν μαρτυρείται στην Ινδοευρωπαϊκή τύπος με αντίστοιχη σημ. Αρχικός θεωρείται ο τ. που τονίζεται στην παραλήγουσα μυρίος, ενώ ο τ. μύριος αποτελεί δευτερογενή σχηματισμό με αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα, προκειμένου να δηλώσει τον αριθμό 10. 000. Ίσως οι τ. να ανάγονται σε κάποιο εκφραστικό όνομα με σημ. «απέραντος όπως τα κύματα της θάλασσας» (πρβλ. μύρω), πλημυρίς, ἁλιμυρήεις). Οι τ. μύριοι και μυρίοι εμφανίζονται ως α' συνθετικό με τη μορφή μυρι(ο)* -.ΠΑΡ. (Τού μυρίος): αρχ. μυριόειςαρχ.-μσν.μυριοπλάσιος. (Τού μύριος): μυριάς, μυριάκις, μυριοστόςαρχ.μυριακός, μυριοστίς, μυριότης.ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με α' συνθετικό μύριος / μυρίος βλ. μυρι[ο]-). (Β' συνθετικό μύριοι): αρχ. δισμύριοι, εξακισμύριοι, επτακισμύριοι, πεντακισμύριοι, τετρακισμύριοι, τρισμύριοι].
Dictionary of Greek. 2013.